- σμηγματόρροια
- ηπαθολογική υπερέκκριση των σμηγματογόνων αδένων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμηγματόρροια — (Ιατρ.). Ασθένεια που χαρακτηρίζεται από αυξημένη ή από μειωμένη έκκριση σ. (λιπαρή σμηγματόρροια και ξηρή σμηγματόρροια). Η ασθένεια εκδηλώνεται πιο έντονα στο τριχωτό μέρος της κεφαλής, στο μέτωπο, στη μύτη, στα μάγουλα, στο σαγόνι και πίσω από … Dictionary of Greek
σμηγματορροϊκός — ή, ό, Ν [σμηγματόρροια] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σμηγματόρροια (α. «σμηγματορροϊκά εξανθήματα» β. «σμηγματορροϊκές ακροχορδόνες») … Dictionary of Greek